Μέχρι τώρα, θεωρούσατε ότι μια εικόνα προς εκτύπωση θα διαχωριστεί ακριβώς βάσει των χρωματικών πληροφοριών που φέρουν τα pixels της. Έτσι, ότι CMYK τιμές έχει σε κάποιο τυχαίο σημείο της, αυτές τις ίδιες τιμές θα πρέπει να πάρω και στο χαρτί.
Ε λοιπόν, το άρθρο αυτό θα σας κάνει να αλλάξετε άποψη.
Το πρόβλημα των μελανιών 4χρωμίας
Για να εισαχθεί μια εικόνα σε μια ροή εργασίας με σκανάρισμα ή ψηφιακή φωτογράφηση χρησιμοποιούμε, κατά τη σύλληψή της, το χρωματικό μοντέλο RGB.
Tο μοντέλο αυτό ονομάζεται προσθετικό, γιατί η μέγιστη ταυτόχρονη συνύπαρξη των 3 δυνάμεων μάς δίνει το λευκό. Αν από αυτό το λευκό αφαιρεθεί το Red, θα προκύψει Cyan, αν αφαιρεθεί το Green θα προκύψει Magenta, και τέλος αν αφαιρεθεί το Blue θα προκύψει Yellow.
Έτσι, στον αντίποδα του χρωματικού μοντέλου RGB έχουμε το CMY.
Το CMY είναι αφαιρετικό, διότι όταν προστίθενται οι 3 χρωματικές συνιστώσες παράγουν το μαύρο (θεωρητικά).
Για να πάρουμε άσπρο σε αυτό το μοντέλο, θα πρέπει να θέσουμε και στις 3 συνιστώσες μηδενικές τιμές. Αντιστοίχως, ισόποσες μερικές αναμείξεις των 3 συνιστωσών, θα έχουν ως αποτέλεσμα ένα ουδέτερο γκρι χρώμα.
![]() |
Αριστερά η προσθετική μέθοδος πρόσμιξης των βασικών χρωμάτων Red, Green, Blue ενώ δεξιά η αφαιρετική μέθοδος των βασικών Cyan, Magenta και Yellow. |
Τα παραπάνω λειτουργούν εξαιρετικά σε θεωρητικό επίπεδο αλλά αποτυγχάνουν παταγωδώς στην πράξη.
Μετά την κατασκευή των 3 μελανιών -Cyan, Magenta & Yellow- η μέγιστη ισόποση ανάμειξή τους, είχε ως αποτέλεσμα ένα σκούρο καφέ, ενώ η μερική ισόποση ανάμειξή τους δεν έδωσε ποτέ ουδέτερο γκρι.
Ας δούμε όμως γιατί.
![]() |
Ποσοστιαία πρόσμιξη των 3 μελανιών CMY με σκοπό την όσο το δυνατόν εκτύπωση ουδέτερων γκρι. |
Τα 3 χρώματα σε θεωρητικό επίπεδο παρουσιάζουν σταθερό βαθμό αντανάκλασης φωτός (Reflection) σε ένα εξαιρετικά συγκεκριμένο τμήμα των συχνοτήτων του ορατού φωτός, που συναντάται από τα μήκη κύματος 380 μέχρι 780 nanometers, και διαφέρει ανάλογα με το χρώμα. Όταν κατασκευάστηκαν τα μελάνια και έγιναν οι μετρήσεις αντανάκλασης, παρατηρήθηκαν τα εξής δυο προβλήματα:
Α) Υπήρξε αντανάκλαση έξω από τα επιτρεπτά θεωρητικά “ιδεατά” όρια και
Β) Ο βαθμός αντανάκλασης δεν ήταν σταθερός στο 100% αλλά κάτω από αυτό και πάντα κυμαινόμενος.
Έτσι, τα ιδεατά 3 χρώματα Cyan, Magenta και Yellow δεν παρουσιάζουν στην πραγματικότητα (ως μελάνια) τις ιδιότητες που θα θέλαμε. Αυτό σημαίνει ότι αν έχω ένα ουδέτερο γκρι RGB (128, 128, 128) και μεταφραστεί σε CMY (50%, 50%, 50%) δεν θα μου δώσει απαραίτητα το ίδιο ουδέτερο γκρι, λόγω της απόκλισης που παρουσιάζουν τα μελάνια από τα “ιδεατά” χρώματα.
![]() |
Αριστερά, ουδέτερο RGB 128. 128. 128 και δεξιά η μετατροπή του σε CMY 50% 50% 50%. Η διαφορά στo αποτέλεσμα είναι άμμεσα αντιληπτή. |
Εδώ, ίσως γεννάται μια απορία και είναι καλό να τη λύσουμε.
Στο χρωματικό χώρο RGB μετράμε 256 τόνους ή διαβαθμίσεις ή τιμές, ενώ στο χώρο CMY μετράμε 100 διαβαθμίσεις. Στην πραγματικότητα, στο RGB έχουμε διαιρέσει τη διαδρομή κάθε συνιστώσας (red, green, blue) από την ελάχιστη ως τη μέγιστη τιμή, σε 2 εις την 8η βήματα (256) βάση 8Bit δειγματοληψίας / ανάλυσης της διαδρομής αυτής (από το ελάχιστο 0, έως το μέγιστο 256) και έτσι θα μπορούσαμε κάλλιστα αντί για 8Bit δείγμα να έχουμε 16 bit (2 εις της 16) ή κάτι άλλο.
Στο χώρο CMY όμως, έχουμε διαιρέσει τη διαδρομή από την ελάχιστη ως τη μέγιστη επικάλυψη του μελανιού στο χαρτί με τιμές από 0 ως 100%. Εδώ, η επικάλυψη ή μη του χαρτιού ή η αντανάκλαση από το μελάνι, μετριέται αναλογικά και όχι λογαριθμικά, ενώ παρουσιάζει 100 σταθερά βήματα στο σύνολο. Λέμε αναλογικά γιατί σε ισόποσα βήματα αντιστοιχούν ισόποσες αλλαγές στην αντίληψη του χρώματος.
Ο μαθηματικός τύπος που εκφράζει την αντιστοίχηση RGB και CMY χρωμάτων παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα:
![]() |
Οι δυο μαθηματικοί τύποι αντιστοίχησης Levels (τονικών διαβαθμίσεων) της κλίμακας RGB με τα ποσοστά επικάλυψης της εκτυπώμενης επιφάνειας από μελάνι στη κλίμακα CMYK. |